- δάκτυλο
- doigt
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
δάκτυλο — Βλ. λ. δάχτυλο. * * * το (Μ δάκτυλος) βλ. δάκτυλος … Dictionary of Greek
δάκτυλο — το βλ. δάχτυλο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μονοδάκτυλος — η, ο (Α μονοδάκτυλος, ον) αυτός που έχει έναν μόνο δάκτυλο νεοελλ. το αρσ. ως ουσ. ο μονοδάκτυλος ζωολ. αυτός που έχει ένα δάκτυλο σε κάθε άκρο, όπως λ.χ. το άλογο … Dictionary of Greek
παραντίχειρ — χειρος, ἡ, Α το μετά τον αντίχειρα δάκτυλο, ο δείκτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + ἀντίχειρ «το μεγάλο δάκτυλο τού χεριού»] … Dictionary of Greek
πρωτοδακτυλικός — ή, ό, / πρωτοδακτυλικός, ή, όν, ΝΑ (στην αρχ. μετρική) 1. (για μικτά μέτρα) αυτός που έχει δάκτυλο στην αρχή, δηλαδή U U U U 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ πρωτοδακτυλικόν μικτό μέτρο τής αρχαίας μετρικής αποτελούμενο από έναν δάκτυλο ή από έναν ανάπαιστο … Dictionary of Greek
τετράσημος — Στη μετρική και στην ποίηση ο πόδας, ο οποίος σημειώνεται από 4 σημεία. Σημεία είναι τα ελάχιστα μέρη, στα οποία διαιρείται στη μουσική ο χρόνος. Το ελάχιστο χρονικό μέρος, που είναι αισθητό στην ακοή μας, είναι η βραχεία συλλαβή (υ). Αυτή… … Dictionary of Greek
Organization for the Reconstruction of the Communist Party of Greece — Οργάνωση για την Ανασυγκρότηση του ΚΚΕ Orgánosi yia tin Anasigkrótisi tou Komounistikoú Kómmatos Elládas Organization for the Reconstruction of the Communist Party of Greece Founded 1985 … Wikipedia
Tsakonian language — language name=Tsakonian nativename=Τσακωνικά Tsakōniká familycolor=Indo European states=Greece region=Eastern Peloponnese around Mount Parnon speakers=300 2,000 fluent fam2=Greek fam3=Doric iso2=ine|iso3=tsdTsakonian, Tzakonian or Tsakonic (Greek … Wikipedia
Liste griechischer Wortstämme in deutschen Fremdwörtern — Griechische Wortstämme sind im Deutschen überwiegend in Fachausdrücken zu finden, die entweder direkt dem Griechischen entstammen oder Neubildungen sind. Von einer begrenzten Anzahl dieser Wortstämme wurden und werden zahlreiche wissenschaftliche … Deutsch Wikipedia
Dáctilo (métrica) — En la métrica grecolatina, el dáctilo (del latín dactylus, y este del griego δάκτυλο, dáktylos, «dedo») es un pie compuesto por una sílaba larga seguida de dos breves. El nombre procede de la analogía entre las tres falanges del dedo con las tres … Wikipedia Español
άρση — Όρος της αρχαίας προσωδιακής μετρικής· λεγόταν και άνω χρόνος. Με τον όρο αυτό χαρακτηριζόταν το ένα από τα δύο μέρη που συναποτελούσαν τον μετρικό πόδα (το μέτρο), ο οποίος τονιζόταν ασθενέστερα, σε αντιδιαστολή προς τη θέση ή κάτω χρόνο, που… … Dictionary of Greek